ῥαντίσαν

ῥαντίσαν
ῥαντίζω
to be sprinkled
aor part act neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ραντίζω — ισα, ίστηκα, ισμένος, περιβρέχω κάτι με σταγόνες υγρού: Ράντισαν τ αμπέλια με γαλαζόπετρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”